- ληξιφάρμακον
- ληξιφάρμακον, τὸ (Α)το ληξιπύρετον*, το φάρμακο που καταπαύει τον πυρετό.[ΕΤΥΜΟΛ. < ληξι- (< θ. ληξ- τού λήγω, πρβλ. λήξη) + φάρμακον (πρβλ. αντι-φάρμακον, λυσι-φάρμακον). Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος].
Dictionary of Greek. 2013.